στημονῶδες

στημονῶδες
στημονώδης
having too much warp
masc/fem voc sg
στημονώδης
having too much warp
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στημονώδης — ες, στημονώδης, ῶδες, ΝΑ [στήμων, ονος] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το στημονώδες βοτ. φυλλοειδής δομή που προέρχεται από έναν μεταμορφωμένο στήμονα και αποτελεί στείρο στήμονα ορισμένων ανθέων αρχ. (για τον ιστό τής αράχνης) αυτός που έχει πολλά και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”